Κτιριακό απόθεμα σε αποκατάσταση και η διατήρηση της μνήμης
Οι ιδιοκτήτες τους τα κατεδαφίζουν και στη θέση τους χτίζουν μεγαλύτερες κατοικίες, άλλοι τα πωλούν και άλλοι τα νοικιάζουν σε νέους και παλιούς κατοίκους της πόλης από χαμηλά οικονομικά στρώματα. Κάποιοι από αυτούς σύγχρονοι μετανάστες. Ορισμένες κατοικίες, όμως, μένουν άδεια κελύφη και στέκουν στην πόλη ως υλική υπενθύμιση της εποχής της ίδρυσής της.
Στα πρώτα χρόνια της μικρασιατικής εγκατάστασης το ζήτημα που έπρεπε να διευθετηθεί ήταν η στέγαση των προσφύγων με την οικοδόμηση νέων σπιτιών. Από τις αρχές της δεκαετίας τους 1990 και έπειτα, τα νεόδμητα του 1922-24 διαμορφώνουν το σύγχρονο μνημειακό περιβάλλον της πόλης, το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρησή του. Μεταξύ 1994-1999, ο Βόλος και η Νέα Ιωνία εντάσσονται στην κοινοτική πρωτοβουλία URBAN I με στόχο, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση παλαιών και ιστορικών κτιρίων. Στο πλαίσιο αυτό, αποκαταστάθηκαν και οι πέτρινες κατοικίες στην οδό Κρήτης 34-36, οι οποίες στέγασαν κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου. Η οδός Κρήτης ως το 1947, που η Νέα Ιωνία γίνεται ανεξάρτητος δήμος, ονομάζεται «Νικομηδείας» και αποτελούσε το όριο του Τετραγώνου Θ. Ήταν το πρώτο Τετράγωνο κάτω από Ευαγγελίστρια, που το χώριζε από την πλατεία της εκκλησίας η οδός Δορυλαίου και περικλείεται από το Φαρδύ και την οδό Καλλιπόλεως.
Σε ένα από αυτά τα αποκαστημένα σπίτια στο τετράγωνο Θ., αριμ. 78 (πρώτη πόρτα και παράθυρο από τα αριστερά) μεγάλωσε ο Γιάννης Κονταξής, ο οποίος μαζί με τον γείτονά του, επίσης μικρασιάτικης καταγωγής, Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά αποτύπωσαν και διέσωσαν το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγικής ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης. Ο Κονταξής εργάστηκε ως βοηθός φαρμακοποιού για 40 χρόνια, όμως από μικρό παιδί σχεδίαζε. Μετά τη συνταξιοδότησή του συνέχισε να δραστηριοποιείται ως εικαστικός και τα σχέδια του, για τη ζωή στην προσφυγική Νέα Ιωνία, εικονογράφησαν μερικά από τα βιβλία τοπικής ιστορίας του, εκπαιδευτικού και σχολικού συμβούλου, Κωνσταντάρα-Σταθαρά. Ο ίδιος γράφει σε ένα από τα βιβλία του παιδικού του φίλου:
«Το πατρικό μου σπίτι ήταν ένα μακρόστενο διαμπερές, που είχε αρχικά δύο δωμάτια (σπίτια) και δύο αυλές, που «έβλεπαν» σε δύο δρόμους, από τη μια στην οδό Νικομηδείας που είχε μικρή αυλή και από την άλλη, στο εσωτερικό του Τετραγώνου Θ΄ (οδός Ακριτών, σήμερα Απ. Βολίδη), που είχε και μεγαλύτερη μακρόστενη αυλή. Σ’ αυτή προσθέσαμε μια φωτεινή και ευρύχωρη κουζίνα-καθιστικό και πιο πέρα ήταν το πλυσταριό με το αποχωρητήριο. Στην Κατοχή ο πατέρας μου έφτιαξε ένα μεγάλο κοτέτσι και έναν χώρο για κουνέλια. Ένας τσιμεντένιος μακρύς διάδρομος οδηγούσε στην εξώπορτα. Στις άκρες υπήρχαν λουλούδια και δέντρα (μια μεγάλη τζιτζιφιά κ.ά.)».
Τα σχέδια του Κονταξή και τα βιβλία του Κωνσταντάρα-Σταθαρά φανερώνουν τον τρόπο που οργανικά τα μέλη μιας κοινωνίας καταγράφουν και εικονογραφούν τη μνήμη και την ιστορία της.
Τεκμήρια
