Πόσοι άνθρωποι στάθηκαν στο ίδιο σημείο μ’ εσένα στο πέρασμα του χρόνου; Πόσο διαφορετική ήταν η εικόνα που βλέπεις γύρω σου στο παρελθόν; Τι προσέχεις και τι προσπερνάς όταν περιηγείσαι στην πόλη; Καλωσήρθατε στον περίπατο του ερευνητικού έργου «100memories». Περπατώντας, νοητά ή φυσικά, μαζί μας, θα επισκεφτείς σημεία της καθημερινής ζωής των κατοίκων της πόλης που μοιάζουν συνήθως «ασήμαντα». Όμως, σε αυτούς τους «ασήμαντους» χώρους θα ανακαλύψουμε ιστορίες μετακίνησης, εγκατάστασης και κατοίκησης ντόπιων και νεοφερμένων στη διάρκεια του 20ού αιώνα που διαμόρφωσαν τον αστικό ιστό, την κοινωνία και οικονομία, καθώς και την κουλτούρα της Θεσσαλονίκης.
Άνω Πόλη - Θεσσαλονίκη
Τη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη μία γλώσσα που δεν ηχούσε για χρόνια στους δρόμους της. Οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες πρώτης γενιάς είχαν πλέον λιγοστέψει. Σταδιακά όμως, σε παζάρια, λεωφορεία, και γιαπιά, τα τουρκικά ακούγονταν ξανά. Οι πόντιοι της Τσάλκας, μιας περιοχής της Γεωργίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία τουρκόφωνοι, είχαν μετοικήσει στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ένας από τους πολλούς πληθυσμούς που κατά τη διάρκεια του προηγούμενου και του τρέχοντος αιώνα μετακινήθηκαν προς ή από την Θεσσαλονίκη.
«Τα καστρόπληκτα είναι η πιο χαρακτηριστική μορφή της προσφυγικής περιόδου, είναι τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα, τα οποία βρίσκουνε στο τείχος την ανάγκη να κουρνιάσουνε, να χτίσουν εκεί έναν χώρο που θα εξοικονομούσαν έναν τοίχο, και θα κούρνιαζαν στην ασφάλεια του τείχους. Με φτωχικά υλικά φτιαγμένα τα σπίτια, με πλιθιά και φτιαγμένα από τα χέρια, δεν υπήρχαν τεχνίτες. Αυτά τα σπίτια, ήταν η πιο δραματική έκφραση της προσφυγιάς γιατί είχαν αυτή την τραγικότητα της αγωνίας για επιβίωση. (...) Στο δε πόλεμο, επειδή ήταν πολύ σαθρά τα υλικά με τα οποία ήταν φτιαγμένα τα σπίτια και από τις δονήσεις των βομβαρδισμών υπήρχε κίνδυνος να πέσουν και να τους πλακώσουν, σκάβανε το τείχος και όταν γινόταν οι βομβαρδισμοί ήταν το καταφύγιό τους. (...) Το τείχος είχε μεγάλο φάρδος, οπότε ένα μερος του γινόταν σα φωλιά για να κουρνιάσουν. Αυτό έγινε μετέπειτα ένας χώρος κουζίνας. Ήταν δηλαδή η εξάπλωσή τους για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους με έναν ακόμη χώρο, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον πόλεμο και τον κάνανε κουζίνα.»
Το Μουσταφά Ζιχνί Πασά αποτελεί ένα από τα πέντε τζαμιά που διασώζονται σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί τυπικό δείγμα μικρού συνοικιακού τζαμιού της ύστερης Οθωμανικής περιόδου. Χτίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα στα θεμέλια ενός βυζαντινού οικοδομήματος από τον Mustafa Zihni, ο οποίος ήταν βαλής (διοικητής) της Θεσσαλονίκης. Το τζαμί αυτό ήταν ένα από τα 54 μουσουλμανικά τεμένη που υπήρχαν στην Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης αποτελούσε περίπου το 30% του συνολικού πληθυσμού. Η απογραφή του 1913, μετά την κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό στρατό αναδεικνύει μια πόλη πολυεθνοτικής και πολύθρησκευτικής συνύπαρξης με περίπου 61.000 Εβραίους, 46.000 μουσουλμάνους, 40.000 Έλληνες, 6.000 Βούλγαρους και άλλες 4.000 ανθρώπους άλλων εθνοτήτων και θρησκειών.
Η Εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη ξεκινά από την εποχή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Όταν ο ελληνικός στρατός, το 1912, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, ουσιαστικά κατέλαβε μια πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική πόλη με κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα αυτή των Εβραίων. Στα πλαίσια του αναδυόμενου εθνικισμού της εποχής, της μεγάλης ιδέας και της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους-κράτους η παρουσία των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη αποτελούσε πρόβλημα. Πρόβλημα που επιλύθηκε με την «τελική λύση» επί κατοχής των ναζί, το ολοκαύτωμα και τον αφανισμό σχεδόν του 97% του Εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Μια σημαντική πτυχή της εξαφάνισης της εβραϊκής μνήμης και παρουσίας της πόλης ήταν και η καταστροφή του 5 αιώνων εβραϊκού νεκροταφείου.
Οι εσωτερικοί μετανάστες/ριες που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του '50 μέχρι και του '70 κατάγονταν κυρίως από κοντινούς νομούς και από χωριά στις παρυφές του νομού Θεσσαλονίκης και συνέβαλλαν στην μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της πόλης. Οι άντρες εργάζονταν κυρίως στη βιομηχανία και την οικοδομή ενώ οι γυναίκες ως μοδίστρες ή κομμώτριες αλλά και στην οικιακή εργασία -τα νεότερα κορίτσια συχνά ως ψυχοκόρες. Εκείνες τις δεκαετίες η πόλη εξαπλώθηκε με ταχείς ρυθμούς συχνά ακόμα και με αυθαίρετους τρόπους. Οι εσωτερικοί μετανάστες πλέον εγκαθίστανται και σε περιφερειακούς Δήμους αλλά και στις πολυκατοικίες της αντιπαροχής του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Οι βασικοί λόγοι που τους έφεραν στη Θεσσαλονίκη ήταν η φτώχεια, η ανεργία, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο αλλά και οι μετεμφυλιακοί διωγμοί.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου η περιοχή της Άνω Πόλης ήταν αραιοχτισμένη. Η μουσουλμανική κοινότητα της πόλης αποτελούσε την πλειονότητα του πληθυσμού της. Η κατοίκηση πύκνωσε στα τέλη του 19ου αιώνα με την άφιξη μουσουλμάνων προσφύγων από τη Βοσνία. Μετά τη συνθήκη της Λοζάνης οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Άνω Πόλης μετεγκαταστάθηκαν στα εδάφη του νέου Τουρκικού κράτος και ένα τμήμα των Χριστιανών προσφύγων που έφτασαν στην Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε στα μουσουλμανικά κτίσματα, στα λεγόμενα και ανταλλάξιμα.
Η διώροφη οικία με ημιυπόγειο της οδού Δημητρίου Πολιορκητού 37 αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου στην Άνω Πόλη. Αρχικά ήταν κατασκευασμένη από λιθοδομή και τσατμά. Μέχρι την αποκατάστασή της τη δεκαετία του 1990, η οικία αποτελούνταν από δύο ξεχωριστούς ορόφους, με εξωτερική σκάλα για πρόσβαση στον δεύτερο όροφο. Χαρακτηριστική είναι η κλιμακωτή διάταξη των δύο διπλών σαχνισιών σε όλο το μήκος της όψης.
Η πλατεία Τερψιθέας φιλοξενεί τον μοναδικό σωζόμενο τουρμπέ της Θεσσαλονίκης, το ταφικό μνημείο του δερβίση Μουσά Μπαμπά. Η πλατεία αποτελούσε την αυλή ενός τεκέ, μοναστηριού Μπεκτασήδων, ο οποίος παρήκμασε στις αρχές του 19ου αιώνα. Δίπλα στον τεκέ υπήρχε τζαμί, στην αυλή του οποίου λειτουργούσε μουσουλμανικό νεκροταφείο. Ο τουρμπές διατηρήθηκε και μετά την παρακμή του τεκέ αποτελώντας τόπο προσκυνήματος για τον οθωμανικό πληθυσμό της πόλης έως το 1924. Μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι πρόσφυγες πήραν μαζί τους τα οστά του δερβίση, όταν εγκατέλειψαν την πόλη τους το 1924.
Γαβ-Γαβ, Μέγας Οδηγός Βορείου Ελλάδος 1937-1938, κατηγορία Ξυλανθρακοπωλεία, σελίδα 222: Ιωαννίδης Ε., Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου 87. Μια καταγραφή σε έναν εμπορικό οδηγό και μια φωτογραφία που διέσωσε η εγγονή του, Φωτεινή Χρηστίδου. Λιγοστά χάρτινα τεκμήρια έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα από την ζωή του Εμμανουήλ Ιωαννίδη.
Παντοπωλεία, φούρνοι, γαλακτοπωλεία, μανάβικα και κρεοπωλεία, καρβουνιάρικα, τσαγκάρικα, αρκετά καφενεία και κέντρα διασκέδασης. Η συγκέντρωσή τους δεν διαφέρει πολύ από τη σημερινή εικόνα. Στο Τσινάρι γύρω από τις οδούς Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, Κλειούς και Δημητρίου Πολιορκητού. Στον Προφήτη Ηλία γύρω από την ομώνυμη οδό και τις οδούς Ελευσίνος και Αθηνάς.
Η εργασία στο κλειστό μπαλκόνι ή στο χώρο-εργαστήριο στο σπίτι σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στη Θεσσαλονίκη και συνήθως αφορούσε γυναίκες που εργάζονταν στην παραγωγή ενδυμάτων με το σύστημα φασόν. Συναντάται στο κέντρο αλλά και στα προάστια της Θεσσαλονίκης κυρίως κατά τις δεκαετίες 1970, 1980 και 1990, μια εποχή που εργαστήρια, βιοτεχνίες και μικρές μονάδες μαζικής παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων εκκίνησαν τη λειτουργία τους σε ολόκληρη την πόλη και ειδικά στο ιστορικό της κέντρο.
Μετά το 1989 η δυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης άρχισε να μεταμορφώνεται μέσα από τις μετακινήσεις και νέες κατοικήσεις ανθρώπων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη από χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση του σοσιαλισμού. Κατά κύριο λόγο όσοι και όσες έφτασαν τη δεκαετία του 1990 είχαν καταγωγή από την Αλβανία ή από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η Μαρία Παζαρλή στο κείμενο της «Προς την Διεύθυνσιν του Γραφείου Δημοσίων Κτημάτων ενταύθα» μας μεταφέρει στην οδό Σαχτούρη στα μέσα της δεκαετίας του 1920, την περίοδο αμέσως μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αναχώρηση των οθωμανών κατοίκων της γειτονιάς και στις πρώτες απόπειρες συνύπαρξης των γηγενών και των προσφύγων. Στην οδό Σαχτούρη, βλέπει κανείς μικρά σπίτια, συχνά ετοιμόρροπα, να επιβιώνουν δίπλα δίπλα με διώροφα και τριώροφα ανακαινισμένα αρχοντικά.
Τη δεκαετία 1980 εργαστήρια και καταστήματα χονδρικής πώλησης ενδυμάτων, υφασμάτων και ειδών ραπτικής βρίσκονταν παντού στο ιστορικό κέντρο της πόλης με μεγάλη συγκέντρωση στην ευρύτερη περιοχή της Πλατείας Χρηματιστηρίου, στην οδό Βενιζέλου -γύρω από το Μπεζεστένι (Πτολεμαίων, Συγγρού, Ερμού), στην περιοχή του Βαρδάρη.