Η Ευαγγελίστρια. Ένας αιώνας μετακινήσεων στη Νέα Ιωνία του Βόλου
Η ανοικοδόμηση του ναού ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς. Είναι χαρακτηριστικό πως η εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου όπως ονομάστηκε, είχε ήδη ανεγερθεί την άνοιξη του 1926, όταν το Μητροπολιτικό συμβούλιο Δημητριάδος ενέκρινε ως αυτοτελή την «πέραν του ποταμού Κραυσίδωνα» ενορία και ανεξάρτητη από υπόλοιπες ενορίες του Βόλου, αποτελούμενη από 711 οικογένειες προσφύγων.
Το αρχικό ποσό που πρόσφερε ο Δήμος από το αποθεματικό του κεφάλαιο, στάθηκε επαρκές για τους πρώτους μήνες εργασιών της εκκλησίας. Στην κατασκευή της συμμετείχαν πολλοί μικρασιάτες πρόσφυγες, χτίστες, εργάτες, μεταφορείς, ενώ ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δωρεά εικόνων-οικογενειακών κειμηλίων, που είχαν φέρει οι πρόσφυγες από τους τόπους καταγωγής τους. Οι προσφορές αυτές των προσφύγων, είτε με τις δωρεές τους είτε με την προσωπική τους εργασία, συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του αισθήματος του «ανήκειν» στον νέο τους τόπο, στην νέα τους ενορία. Πρόσφυγες ήταν και οι πρώτοι ιερείς που λειτούργησαν στο ναό. Η Ευαγγελίστρια κατάφερε να «ομογενοποιήσει» και να συμπεριλάβει κάτω από την ταυτότητα του ενορίτη, πρόσφυγες διαφορετικής καταγωγής και προέλευσης, γλώσσας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, από τον ευρύτερο χώρο της Μικράς Ασίας.
Η εκκλησία αποτέλεσε τον πυρήνα της Νέας Ιωνίας, τον κοινό τόπο που έφερνε κοντά τους πρόσφυγες, όχι μόνο στις λειτουργίες και τις θρησκευτικές εορτές, αλλά και στα βασικά δημογραφικά συμβάντα (βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι). Το τεράστιο προαύλιο της Ευαγγελίστριας, σε αντιδιαστολή με τα μικρά προσφυγικά σπίτια και δωμάτια, ήταν η αυλή όλων των προσφύγων. Ήταν τόπος συνάντησης, βόλτας και παιχνιδιού, εκεί όπου κατέληγε ο κεντρικός δρόμος της Νέας Ιωνίας, το Φαρδύ.
Η αύξηση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες έκρινε απαραίτητη την ανέγερση μεγαλύτερης εκκλησίας, η οποία χτίστηκε στον ίδιο περίπου χώρο με την παλιά, στη θέση της οποίας χτίστηκε ένας μικρός βωμός στο σημείο όπου υπήρχε η Αγία Τράπεζα. Ο νέος μεγάλος ναός θεμελιώθηκε το 1949 και οι εργασίες του ολοκληρώθηκαν σταδιακά έως το 1966. Η συνδρομή των ενοριτών προσφύγων υπήρξε πάλι καθοριστική, μέσα από εράνους και προσωπική εργασία χρόνων. Η Ευαγγελίστρια ξεχωρίζει με το ψηλό της καμπαναριό και το ρολόι της, το οποίο συνδεδεμένο με την καμπάνα, χτυπά, αναγγέλλοντας την ώρα στον συνοικισμό. Σήμερα η Ευαγγελίστρια παραμένει το κέντρο της Νέας Ιωνίας.
Οι προσφυγικές γειτονιές των αστικών προσφυγικών συνοικισμών της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων ή και των άλλων στεγαστικών προγραμμάτων που ακολούθησαν μοιάζουν μεταξύ τους. Μοιάζουν ρυμοτομικά γιατί κατασκευάστηκαν με τα ίδια ή παρόμοια σχέδια, μοιάζουν γιατί τα σπίτια είναι μικρά και ο δημόσιος χώρος είναι τμήμα του σπιτιού τις περισσότερες από τις εποχές του χρόνου, μοιάζουν γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτά αναπτύσσουν σταδιακά σχέσεις μεταξύ τους και μοιράζονται κομμάτια της καθημερινότητας τους. O αρχικός προσφυγικός πυρήνας της Νέας Ιωνίας είναι μια τέτοια γειτονιά. Οι κάτοικοι της Νέας Ιωνίας έρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και ανήκαν σε διαφορετικά οικονομικά στρώματα. Αρχικά οι σχέσεις ανάμεσα στα νοικοκυριά ήταν σπάνιες, λίγες ήταν οι περιπτώσεις που συγγενείς ή φίλοι κατάφερναν να αποκτήσουν σπίτι κοντά ο ένας στον άλλο. Βαθμιαία άρχισαν να αναπτύσσονται σχέσεις γειτονίας, που σταδιακά ενισχύθηκαν.
Περπατώντας σήμερα στη Νέα Ιωνία, ανάμεσα στις προσφυγικές αυλές, έχεις την αίσθηση ότι περπατάς στο παρελθόν. Η αίσθηση που αποκτάς ως επισκέπτης ή επισκέπτρια των προσφυγικών τετραγώνων και των αυλών είναι τις περισσότερες φορές λίγο του «εισβολέα» σε ένα χώρο καθαρά ιδιωτικό έστω και αν ο χώρος είναι δημόσιος και οι κάτοικοί του τετραγώνου τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα ευγενικοί, πρόσχαροι και ιδιαίτερα ομιλητικοί με τους επισκέπτες. Συνήθως οι παλιότεροι κάτοικοι των αυλών αυτών έχουν μια διαφορετική εξωστρέφεια από τους νεότερους, περνούν περισσότερο χρόνο στην αυλή, είναι πιο κοινωνικοί με τους γείτονες που γνωρίζουν από χρόνια, αναγνωρίζουν αμέσως τον επισκέπτη/επισκέπτρια και αισθάνονται κάπως σαν «εκπρόσωποι» του τετραγώνου με χρέος να μιλήσουν για τις ομορφιές και τις δυσκολίες που βίωσαν οι ίδιοι και οι γονείς τους, λησμονούν τα προβλήματα που υπήρχαν και παραπανιούνται για τις νέες πραγματικότητες και τις δυσκολίες που έχει η ζωή στα σπίτια αυτά. Ξέρουν συνήθως την ιστορία όλων όσων έμεναν στην αυλή και έχουν μια λεπτομέρεια να μοιραστούν με τον «ξένο» που ήρθε στη γειτονιά τους.
Στα προσφυγικά σπίτια της Νέας Ιωνίας αλλά και στο σύνολο των προσφυγικών γειτονιών αυτής της περιόδου, σήμερα συνυπάρχουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες του 20ού και του 21ού αιώνα. Στα σπίτια που φτιάχτηκαν για τους πρόσφυγες του 1922 βρήκαν καταφύγιο στα 100 χρόνια που ακολούθησαν οι νεοαφιχθέντες κάθε περιόδου: εσωτερικοί μετανάστες, ρομά, μετανάστες από την Αλβανία, την Ανατολική Ευρώπη ή τον παγκόσμιο Νότο και πρόσφυγες του 2015 αναδεικνύοντας κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ανάγκες που έχουν οι μετακινούμενοι κάθε περιόδου. Η συνύπαρξη –άλλοτε εύκολη και άλλοτε δυσκολότερη– των ενηλίκων και το κοινό παιχνίδι των παιδιών στις αυλές αποτυπώνει τη συνέχεια της ζωής στο χώρο, παρά τις δυσκολίες. Τα σπίτια των πρώτων προσφύγων συνεχίζουν να φιλοξενούν τα όνειρα και τις προσδοκίες των νεοφερμένων –κάθε φορά– στην γειτονιά.
Συνήθως βλέπουμε τα προσφυγικά σπίτια της Νέας Ιωνίας, αλλά και συνολικότερα τους οικισμούς εκείνης της περιόδου με ένα βλέμμα που είναι στραμμένο στο παρελθόν και όχι στο παρόν. Στεκόμαστε στη σημασία και την αξία τους, κοινωνική, πολεοδομική και οικονομική πριν 100 χρόνια, αλλά αδιαφορούμε για τον έναν αιώνα που έχει εν τω μεταξύ μεσολαβήσει, τη πληθυσμιακή τους σύνθεση που έχει αλλάξει και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι τους σήμερα, ζώντας σε σπίτια ιδιαίτερα παλιά και με αρκετά κατασκευαστικά προβλήματα. Τα σπίτια της Νέας Ιωνίας κρύβουν μέσα τους την ιστορία της μετακίνησης του 20ού αιώνα στην πόλη του Βόλου. Στέγασαν και στεγάζουν τα όνειρα και τις προσδοκίες των νεοφερμένων κάθε περιόδου.