Η γέφυρα του Κραυσίδωνα
Τρεις ήταν οι βασικές γέφυρες που ένωναν τις δύο όχθες του ποταμού. Η γέφυρα του Κραυσίδωνα αποτελούσε μέρος της κεντρικής οδού που ένωνε τη Νέα Ιωνία με το Βόλο, η γέφυρα της Αναπαύσεως που οδηγούσε στο νεκροταφείο της πόλης και η γέφυρα του Παπαγεωργίου, από το ομώνυμο εργοστάσιο Κλωστοϋφαντουργίας.
Η εγκατάσταση των προσφύγων και η δημιουργία του προσφυγικού συνοικισμού οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας μεγαλύτερης τσιμεντένιας γέφυρας. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και ο Δήμος Παγασών ανέλαβαν τη δαπάνη κατασκευής τονίζοντας την «ηθική υποχρέωση» που είχαν απέναντι στους πρόσφυγες. Η γέφυρα ολοκληρώθηκε το 1926 και αποτέλεσε το κύριο πέρασμα των κατοίκων της Νέας Ιωνίας προς την πόλη του Βόλου.
Τη σημαντικότητα αυτού του περάσματος είχε διακρίνει ο δημοσιογράφος Άθως Τριγκώνης. Μόλις στα 1933 έγραφε:
«Θα θελα να σας συστήσω να πάτε ένα πρωί και να σταθήτε στη μεριά της Κεντρικής γέφυρας του συνοικισμού που βλέπει προς το Βόλο. Θα δήτε ένα χαρακτηριστικό θέαμα. Από τη γέφυρα αυτή ξεχύνονται βαδίζοντας βιαστικά και σε γκρουπ τριών ή τεσσάρων, άντρες και γυναίκες, κυρίως όμως κορίτσια, μ΄ένα μικρό πακέτο στο χέρι, για το μεσημεριανό πρόγευμα, με χάχανα, με γέλοια, με άφθονες κουβέντες. Περνώντας τη γέφυρα χωρίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις του Βόλου. Κι έτσι καθώς αδιάκοπα περνούν, σας δίνουν την εντύπωση πως ένας στρατός ολόκληρος περνάει- ο στρατός της τίμιας δουλειάς και του παραγωγικού μόχθου-κι όπως ξεχύνονται μέσα στις διάφορες αρτηρίες του Βόλου, σας φαίνεται πως μοιάζουν με νέο αίμα που, εισερχόμενο στον οργανισμό της πόλεως, η οποία μόλις ξυπνάει, θα τονώση τη ζωή της και θα επιταχύνη τον αργό ρυθμό της. Θα πρεπε όμως να ξαναπάτε και να σταθήτε στο μέρος αυτό της γέφυρας, την ώρα που μουχρώνει, και που η μέρα σβύνει. Θα δήτε να φτάνουν προς τη γέφυρα απ΄όλες τις μεριές του Βόλου, σα να τους τραβάη κάποιος μαγνήτης, τα ίδια γκρουπ των εργατών και εργατριών [...]».
Η γέφυρα του Κραυσίδωνα για τους κατοίκους της Νέας Ιωνίας, αλλά και του Βόλου, θα συνεχίσει να αποτελεί το φυσικό και συμβολικό χώρισμα των δύο κόσμων σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Η γέφυρα ακόμη και σήμερα συνιστά έναν ιδιαίτερο τόπο αναφοράς για τους Νεοϊωνιώτες, ένα «πέρασμα» με διττούς αντιτιθέμενους συμβολισμούς στη συλλογική τους μνήμη, όπως: γηγενείς/πρόσφυγες, πόλη/συνοικισμός, είσοδος/έξοδος, αστοί/εργάτες, πλούσιοι/φτωχοί, αριστεροί/δεξιοί, Νίκη /Ολυμπιακός.
Την εικόνα των δεκάδων νεαρών κοριτσιών και γυναικών που διασχίζουν τη γέφυρα την ώρα που σχολούν από τις βιοτεχνίες και βιομηχανίες της πόλης και διασχίζουν την γέφυρα για να επιστρέψουν στο συνοικισμό ακόμα θυμάται και ο Ευάγγελος Μουστάνης:
«Εδώ στα υφαντουργία, οι γυναίκες, όταν έφτανε η ώρα τρεις, τέσσερις, πέντε που σχολούσαν, έβλεπες ανέβαινε πάνω από τη γέφυρα…ανέβαινε ένας στρατός από κορίτσα και γυναίκες. Στρατός ολόκληρος. Και να φωνάζουν οι χασάπηδες, να διαφημίζουν το κρέας. Μανάβηδες, κάθε ένας που είχε ένα μαγαζί φωνάζανε τα κρέατα, τα αυτά. Γινότανε χαμός εδώ στο Φαρδύ. Που αρχινάει από την πλατεία και κάτω ο κεντρικός δρόμος. Από τη γέφυρα και απάνω ανέβαιναν μιλιούνια όταν σχολούσαν από το εργοστάσιο».