Τα μικρά προσφυγικά καταστήματα

Κάποιοι από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά μετά το 1922 κατάφεραν να στήσουν μικρές βιοτεχνίες και εμπορικά καταστήματα. Στο σημείο αυτό έως και τη δεκαετία του 1980 λειτουργούσε το γαλακτοπωλείο της προσφυγικής οικογένειας Κουρουτίδη.

Σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1960 φαίνεται να λειτουργεί ως «καφενείον, γαλακτοπωλείον, ζαχαροπλαστείον». Οι παλιοί περίοικοι διασώζουν την ονομασία του ως το «γαλατοπωλείο του Βάνια»

Η εμβέλεια του γαλακτοπωλείου ήταν μεγάλη. Οι ιδιοκτήτες αγόραζαν γάλα από παραγωγούς από όλο τον νομό, το επεξεργάζονταν, και πουλούσαν, έπειτα, γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης θυμάται τη δεκαετία του 1960 και 1970 τον πατέρα του, Στέλιο, να πουλάει στο γαλακτοπωλείο του Κουρουτίδη το πρόβειο γάλα που παρήγαγε στο χωριό του, την Πανέθημο, σε απόσταση περίπου 40 χλμ. από την πόλη.

Κατ’ αρχάς, εδώ ερχόταν δύο γαλατάδες και μαζεύανε οι ίδιοι το γάλα […] αλλά ο Κουρουτίδης πλήρωνε παραπάνω. Κάλυπτε τα μεταφορικά, που ήταν αστεία, δεν ξέρω αν έπαιρναν 2-3 δραχμές κάθε μέρα, ίσως 5, τα κάλυπτε [η διαφορά της τιμής] και περίσσευε, οπότε το πηγαίναμε εκεί και ήταν και πιο ασφαλής στις πληρωμές του και ήταν και συνεπέστατος, ο θεός να του συχωρέσει, γιατί πούλαγε τοις μετρητοίς. Οι άλλοι περιμένανε να κάνουνε το τυρί, να πουλήσουνε το τυρί, και περιμένανε μήνες να πληρώσουνε, οπότε βρήκαμε τη λύση στα Χανιά! […] Και φτιάξαμε δυο δοχεία στα Χανιά […] και δούλεψε θαυμάσια το σύστημα! Σήμερα έφευγε ο ένας ντενεκές, με γάλα 10 κιλά, 15, 20, 25… πήγαινε στα Χανιά, πήγαινε ο Κουρουτίδης και τον έπαιρνε […] τον άδειαζε και τονε ξαναγύριζε στο λεωφορείο.

Το μπλοκάκι… κάθε φορά που πηγαίναμε να κάνουμε λογαριασμό, εμείς ή ο πατέρας μου, τραβούσε μια γραμμή μέχρι εκείνη τη μέρα που πήγαινες να κάνεις λογαριασμό και συνολικά είχες 600 κιλά γάλα. Κάνανε 600 ευρώ, λέμε, είχες πάρει τα 100, σου ‘δινε τα 500. Κι άρχιζες πάλι να γράφεις από κει και κάτω, ημερομηνία-κιλά, ημερομηνία-κιλά. 

Και ο άνθρωπος αυτός πουλούσε χύμα γάλα όσο πουλιότανε και το άλλο το ‘κανε γιαούρτι. Φανταστικά γιαούρτια, τυριά δεν έκανε. Δεν είχε και χώρο. […] Ήταν δυο δωματιάκια και στο μέσα άναβε φωθιά. Τώρα σκέφτομαι… για να κάνει γιαούρτι φωθιά χρειάζεται… το βράζεις το γάλα, είχε δυο τεράστια πυρομάχια με ξύλα, ίσως και παραπάνω, και είχε δυο…. δεν θυμάμαι τώρα τα μεγέθη αλλά πρέπει να ‘τανε δυο καζάνια μόνιμα στα πυρομάχια, χτισμένα δηλαδή, κι έριχνε εκεί και το ‘βραζε, μετά το αφήνει και κρυώνει λίγο και βάζει τη μαγιά και το ‘κανε γιαούρτι. Θυμάμαι, επίσης, σε ένα τραπέζι που είχε κεσεδάκια πήλινα, πολλά και μου ‘κανε εντύπωση, μ’ άρεσε η εικόνα, και τα γέμιζε με γάλα κι έκανε τα γιαούρτια. 

Το κατάστημα λειτουργούσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οπότε και άλλαξε διεύθυνση. Για ορισμένα χρόνια το είχε μια οικογένεια ντόπιων. Σήμερα το κτίριο έχει κατεδαφιστεί, μέρος του έχει γίνει πρασιά και το υπόλοιπο ξαναχτίστηκε και είναι εμπορικό κατάστημα.

Τεκμήρια

Χάρτης