Τα καταστήματα στο Φαρδύ
Το ζαχαροπλαστείο Βυζάντιο, το κρεοπωλείο του Σταματιάδη, το μπακάλικο, μετέπειτα πρατήριο πουλερικών και αυγών,του Γαρίτση, το αποικιακό του Μηνυσίου, το μαγαζί του Καραθανασόπουλου. Και άλλα ονόματα με άλλα μαγαζιά. Πολλά χάθηκαν. Λίγα επιβιώνουν. Μανάβικα, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μπακάλικα, καφεκοπτεία, κουρεία, ψιλικά. Τα σινεμά στην Αβέρωφ, τα καφενεία, το ποδηλατάδικο. Μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια πολλά άλλαξαν στα καταστήματα της Νέας Ιωνίας: νέα κτίσματα χτίστηκαν, νέα μαγαζιά φτιάχτηκαν και ξαναφτιάχτηκαν ανάλογα με τις ανάγκες και τις μόδες κάθε εποχής. Σήμερα κινητή τηλεφωνία, τράπεζες, takeaway καφές πλάι στα παραδοσιακά καφενεία και τα ξακουστά ζαχαροπλαστεία.
Τα καταστήματα της Νέας Ιωνίας, όπως και τα σπίτια της κρύβουν τις προσφυγικές ιστορίες των κατοίκων της και ένα παρελθόν γεμάτο μνήμες. Κρύβουν τις ιστορίες του μόχθου και τις απόπειρες, πετυχημένες και αποτυχημένες, για επιβίωση στον νέο τόπο. Καταστήματα με βραχύβια ζωή και καταστήματα που άντεξαν στο χρόνο και στις αλλαγές. Πρόχειροι πάγκοι και μαγαζιά στο μπροστά χώρο του προσφυγικού σπιτιού αρχικά, αυτοσχέδιες κατασκευές και προσπάθειες για «νέα» σταδιοδρομία στο νέο τόπο αλλά και πιο οργανωμένες επιχειρήσεις που μετέφεραν την πείρα και τις γνώσεις μιας ζωής.
Το «Κρεοπωλείον το Άνθος» του κτηνοτρόφου Δημητρίου Βαλαχή από το Εγγλεζονήσι στεγάστηκε στο προσφυγικό δωμάτιο της συζύγου του Ουρανίας Σταματιάδου από το Οδεμίσιο της Σμύρνης στο «Φαρδύ» στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Σήμερα, 100 σχεδόν χρόνια μετά, το κρεοπωλείο του Δημητρίου Βαλαχή συνεχίζει να λειτουργεί στο ίδιο ακριβώς σημείο στη Λεωφόρο Ειρήνης, στο Φαρδύ από τα δισεγγονά του, τα εγγόνια του Σταύρου Σταματιάδη. Στους τοίχους του καινούριου κτίσματος που αντικατέστησε το ξύλινο προσφυγικό δωμάτιο δεν φιλοξενείται μόνο η ιστορία της οικογένειας τους αλλά και η ιστορία των καταστημάτων της Νέας Ιωνίας.
Ανάμεσα στα καταστήματα που πρωτοάνοιξαν στον συνοικισμό ήταν και τα καφενεία των προσφύγων, αρχικά σχεδόν αυτοσχέδια, γρήγορα περισσότερο οργανωμένα. Τα καφενεία και οι «ουζερί», ήταν οι χώροι όπου εργάτες και μικροεπαγγελματίες –ξυλουργοί, σιδεράδες, επιπλοποιοί, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κ.ά.– μαζεύονταν με το πέρας της εργάσιμης μέρας για να πιουν κάτι πριν κατευθυνθούν στο σπίτι. Πρόκειται για μια συνήθεια της καθημερινής ζωής που φαίνεται πως εγγράφοταν στην παράδοση της εργατικής κουλτούρας της περιοχής που είχε διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο. Σε αυτούς τους χώρους, επίσης, συνηθιζόταν να μαζεύονται οι άνδρες τις απογευματινές ώρες και «έκλειναν» συμφωνίες για δουλειές. Εκεί μπορούσε να συναντήσει κανείς τον τεχνίτη που χρειαζόταν και οι υποψήφιοι εργάτες είχαν την ευκαιρία να πληροφορηθούν για θέσεις εργασίας. Τα καφενεία και οι «ουζερί» της Νέας Ιωνίας και των άλλων προσφυγικών και εργατικών γειτονιών της πόλης αποτελούσαν τόπους κοινωνικότητας, αλλά και οικονομικών δραστηριοτήτων.
Ο Κωνσταντίνος Καϊάφας, γεννημένος το 1931 στη Νέα Ιωνία, αναφέρει:
«Τότες εδώ στο Βόλο...οι πρόσφυγες φέραν το ποδόσφαιρο. Φέρανε τον πολιτισμό, φέρανε πολλά αγαθά να πούμε. Όλοι αυτοί οι ανθρώποι εδώ του Βόλου, εμείς γλεντάγαμε εδώ στην Νέα Ιωνία, ήταν το Φαρδύ απ' το Σύνταγμα μέχρι τη γέφυρα, δεξιά κι αριστερά είχε μπουζούκια, κλαρίνα, αυτά κι ήταν νυφοπάζαρο. Πηγαίναμε και γαμπρίζανε ο κόσμος τότες να πούμε. Και...αυτοί κοιμόντουσαν με τις κότες στο Βόλο, δεν ξέραν τι θα πούνε κρασιά, τσίπουρα και αυτά, γυαλιστερές, κολιτσιάνοι...Ε, δηλαδή, δεν είχανε υπ' όψη τους, αφού τους λέγαμε να φαν γαρίδες και λέγανε "Σαρανταποδαρούσες θα φάμε;"».
Στην ηχητική αφήγηση και στο συνοδευτικό κείμενο συμπεριλαμβάνονται απόσπασμα της συνέντευξης του Κωνσταντίνου Καϊάφα (γεννημένος το 1931 στη Νέα Ιωνία, φορτοεκφορτωτής ξηράς) στη Μαρία Καραστεργίου, 8/6/2013. Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών, Τμήμα ΙΑΚΑ, Παν. Θεσσαλίας.