Γυναικεία εργασία: φασόν στο μπαλκόνι και εργαστήρια κατασκευής ενδυμάτων στις παρυφές του ιστορικού κέντρου Θεσσαλονίκης
Οι γυναίκες που αναζητούσαν άμεσα εργασία παρείχαν τις υπηρεσίες τους από το σπίτι σε αυτές τις μονάδες παραγωγής, κεντώντας τουαλέτες, ράβοντας φινιρίσματα, σιδερώνοντας πουκάμισα.
Σχετικά με αυτού του τύπου την εργασία η Σοφία, κάποτε απασχολούμενη στην παραγωγή φασόν αφηγήθηκε: «Έχω ένα πολύ μικρό μπαλκονάκι στο σπίτι μου που το έχω κλείσει. Σε αυτό το μπαλκονάκι έχω βάλει τις μηχανές μου και δούλευα από εκεί για χρόνια. Έβγαζα τα δείγματα για ένα κατάστημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η αφεντικίνα μου έκοβε το ύφασμα και μου το έδινε για να το βγάλω σε ρούχο και να το δώσω στις άλλες μοδίστρες να βγει μετά η παραγωγή. Τότε δεν μου άρεσε το φασόν, γιατί είχα μάθει στην υψηλή ραπτική, είχα δουλέψει σε πολύ καλά ατελιέ. Όμως εκείνο το χρονικό διάστημα επιβαλλόταν να δουλέψω από το σπίτι γιατί ο γιος μου ήταν μικρός».
Η κατασκευή ενδυμάτων είχε συνδεθεί για δεκαετίες με την παραμονή στο σπίτι. Μέχρι και τον Μεσοπόλεμο ήταν αρκετά συνηθισμένο οι γυναίκες να ράβουν τα ρούχα της οικογένειας στο σπίτι με ραπτομηχανές που είχαν κληρονομήσει από τις μητέρες ή τις γιαγιάδες του. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της συνομιλήτρια για την ραπτομηχανή που έφερε η γιαγιά της από τη Σμύρνη: «αυτές οι μηχανές ήταν σημαντική προίκα», αφού διευκόλυναν την καθημερινή επιβίωση του νοικοκυριού.
Όμως και αργότερα, όταν οι βιοτεχνίες-εργαστήρια κατασκευής ενδυμάτων άνοιξαν μαζικά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, η γυναικεία εργασία, συχνά ανειδίκευτη, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ακμή του εμπορικού κόσμου στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στην επιβίωση της μέσης οικογένειας. Χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή της η Θ., κάτοικος Άνω Πόλης για πολλές δεκαετίες ανέφρε:
«Όταν ξεκίνησαν όλα μέναμε στην οδό Θεοτοκοπούλου, νούμερο 19. Ήταν λίγο πριν ο άνδρας μου τελειώσει τον στρατό. Τότε, ένας στρατιώτης που είχε ζήσει στη Γερμανία του περιέγραψε τι είναι τα πολυκαταστήματα, και πως αυτά λειτουργούν στη Γερμανία. Ο άνδρας μου έμαθε για το πριμ εξαγωγής που έδινε το ελληνικό κράτος για να τονώσει τις εξαγωγές. Επίσης, έμαθε πως τα γερμανικά πολυκαταστήματα παραγγέλνουν πολλά ρούχα και από βιοτεχνίες στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά τη δεκαετία 1980 και ήταν ξεκάθαρα θέμα επιβίωσης. Εγώ δεν είχα καμιά εκπαίδευση. Παρακολουθούσα αυτά που έκαναν οι άλλοι, συμμετείχα και μάθαινα εμπειρικά. Όταν ξεκινήσαμε φτιάχναμε φούστες, στο ισόγειο κάτω από το σπίτι μας που το είχαμε κάνει εργαστήριο. Η δουλειά με τις φούστες είναι ό,τι πιο δύσκολο μπορείς να κάνεις γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν η φούστα θα στρώσει καλά. Αυτό απέτυχε και έτσι ο άνδρας μου ξεκίνησε το μικροεμπόριο: Πήγαινε στις βιοτεχνίες και μάζευε τα υπόλοιπα από τις παραγγελίες που είχαν κάνει άλλες εταιρείες. Πάντα κάτι περίσσευε και τα περισσεύματα τα μεταπωλούσαμε. Έτσι γνωρίσαμε πελάτες και αυτό απέδωσε καλό κέρδος. Όμως συχνά οι πελάτες δεν αρκούνταν σε αυτά που είχαμε να τους δώσουμε και έτσι αρχίσαμε να ράβουμε ξανά. Στην αρχή τα πάντα, ό,τι ζητούσαν οι πελάτες, ανδρικά, γυναικεία, παιδικά. Δουλεύαμε πολύ τα φούτερ και τα ζέρσεΐ. Στη συνέχεια όμως, κάπου στη δεκαετία 1990 αρχίσαμε να ράβουμε μόνο παιδικά […].
Τεκμήρια


