Η μετανάστευση της δεκαετίας 1990
Στην ευρύτερη περιοχή του δυτικού ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης οι μετανάστες της δεκαετίας 1990 βρήκαν στέγη γύρω από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, στην περιοχή της Παναγίας Φανερωμένης, στη Δυτική Άνω Πόλη, στον Βαρδάρη, στο Διοικητήριο, στην Πλατεία Αγίων Αποστόλων και στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Οι πλατείες της περιοχής μεταμορφώθηκαν μέσα από τις συναντήσεις των νέων και των παλιών κατοίκων και τα νέα καταστήματα που δημιουργήθηκαν. Οι νέοι κάτοικοι αναζητούσαν συντροφιά, μεροκάματο, τρόπο μετακίνησης, φαγητό. Δημιουργήθηκαν τα πρώτα mini market με προϊόντα από τις χώρες από όπου κατάγονται οι μετακινούμενοι, ενώ στις λαϊκές αγορές οι νέοι αυτοί αφιχθέντες συχνά, πάνω σε ένα σεντόνι πουλούσαν χαβιάρι, βότκες, παλιές φωτογραφικές μηχανές φερμένες από την ανατολική Ευρώπη ή ακόμη και είδη προίκας που πιθανώς περίσσεψαν από κάποια νοικοκυριά της πρώην ΕΣΣΔ. Παρέες ρωσσόφωνων κυρίως ανδρών συναντιούνταν κατά μήκος της Αρχαίας Αγοράς και στα γύρω στενά, ενώ γύρω από την πλατεία Δυρραχίου, κυρίως κατά τις δεκαετίες 2000 και 2010, άκμασαν τα ταξιδιωτικά πρακτορεία που οργάνωναν καθημερινά ταξίδια προς διαφορετικές πόλεις της Αλβανίας.
Ωστόσο, μέχρι το 1998, πολλοί από τους νέους αυτούς κατοίκους της πόλης -εκτός από εκείνους που αναγνωρίστηκαν ως ομογενείς από το ελληνικό κράτος- κρύβονταν ή εργάζονταν παράτυπα. Το 1998, με το νέο μεταναστευτικό νόμο έλαβαν άδεια νόμιμης παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς.
Η Μιρλίντα και ο συζυγός της, με καταγωγή από την Αλβανία πήραν το δρόμο της μεταναστευσης το 1995:
«Με τα πολλά βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, στους συγγενείς μας. Ο άνδρας μου ήταν τυχερός, βρήκε αμέσως δουλειά. Εγώ έμεινα στο σπίτι για τέσσερα χρόνια. Φοβόμασταν ότι θα με πιάσουν χωρίς χαρτιά και δεν έβγαινα από το σπίτι. Μια φορά μόνο, είδα την πόλη βράδυ μέσα από ένα λεωφορείο. Ήταν τα χειρότερα τέσσερα χρόνια της ζωής μου αυτά στο σπίτι. Το μόνο θετικό ήταν ότι έμαθα καλά ελληνικά βλέποντας τηλεόραση. Δεν υπήρχε βέβαια κανείς να μου το πει τότε αυτό, ότι δηλαδή έχω μάθει καλά ελληνικά. […] Τότε, οι δουλειές που μου πρότειναν ήταν να φροντίζω παππούδες και γιαγιάδες ή να δουλέψω ως καθαρίστρια. Όμως αυτό δεν το ήθελα. Έλεγα: «μα τότε γιατί σπούδασα; Τελικά με τους καινούργιους νόμους μπήκαμε στη διαδικασία νομιμοποίησης».
Λίγο αργότερα, από το 2010 έως και το 2017, την εποχή που η ελληνική οικονομία προσδέθηκε στις οικονομικές ρυθμίσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και που η ανεργία ιδιαίτερα για τις νεότερες ηλικίες ήταν αυξημένη, η οικονομική κρίση άγγιξε και τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς της πόλης. Τότε πολλοί μετανάστες κυρίως αλβανικής καταγωγής μετακινήθηκαν εκ νέου πίσω στην Αλβανία.