Οι πλανόδιοι. Το περιφερόμενο μικρεμπόριο στη Νέα Ιωνία
Πεζή ή με αυτοσχέδια μεταφορικά μέσα -γαϊδούρια, κάρα, ποδήλατα, τρίκυκλα- τριγυρνούσαν τόσο μέσα στον συνοικισμό όσο κι εκτός του πουλώντας σχεδόν τα πάντα. Φρούτα και λαχανικά, ψάρια, γλυκά και λουκούμια, ούζο και κρασί, ψιλικά, χτένες, φουρκέτες, μουλινέδες, πάγο. Υπήρχαν και άλλοι που δεν πουλούσαν. Αγόραζαν. Οι παλιατζήδες. Και άλλοι που προσέφεραν υπηρεσίες όπως οι παπλωματάδες που έξυναν το βαμβάκι που περιείχαν οι σελτέδες και τους ξαναγέμιζαν. Στη Νέα Ιωνία και στον Βόλο την τέχνη αυτή την ασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά πρόσφυγες καταγόμενοι από ένα ελληνόφωνο χωριό της Καππαδοκίας, το Μιστί.
Και άλλοι πλανόδιοι, όχι απαραίτητα προσφυγικής καταγωγής. Και βέβαια γαλατάδες όπως και καρεκλάδες και ακονιστές, οι δύο τελευταίοι σχεδόν αποκλειστικά Ρομά.
Ονόματα αρκετά. Ας μνημονευτούν ορισμένοι. Ο μπαρμπά Αντρέας, που πουλούσε ψάρια ή μαστίχα, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα, ο Καραμπούζας ο χαβουζιάρης, ο Θόδωρος Δανιηλίδης που πουλούσε ψιλικά, ο Πέτρος Καραφίλογου που πουλούσε κρασί και τσίπουρο, ο Στέλιος Γαρίτσης, μανάβης, ο Οκκάογλου και ο Σαρικίζογλου, παγοπώλες αμφότεροι. Και η Πιπίνα Βασιλειάδου με την Ελισώ Κετσετζίογλου που μεταπολεμικά έκαναν εμπόριο με τα χωριά του Βελεστίνου. Έπαιρναν ένα μεγάλο μπόγο και πουλούσαν διάφορα πράγματα εκτελώντας συχνά παραγγελίες των χωρικών. Η αμοιβή γινόταν σε χρήμα ή είδος, όπως αυγά, που στη συνέχεια μεταπωλούσαν στον Βόλο. Παράλληλα, οι δραστήριες αυτές καππαδόκισσες επιδόθηκαν στο προξενιό, τέχνη που πάντα άφηνε ένα δώρο.
Πολλοί και πολλές αυγάτισαν το κέρδος και στη συνέχεια στέγασαν το εμπόριο ή την τέχνη τους σε ένα μικρό κατάστημα, το οποίο συχνά πέρασε στα παιδιά και από εκεί στα εγγόνια. Ή συνέχισαν ταυτόχρονα και τις δύο πρακτικές.
Σε μια μικρή αποθήκη, τμήμα πιθανότατα προσφυγικού σπιτιού, στην οδό Καλλιπόλεως με την Λεωφόρο Ειρήνης ο νεαρός Ευστάθιος Χινδιμπάτογλου ξεκίνησε να δουλεύει ως παπλωματάς στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Όλες και όλοι ακόμη θυμούνται τον Ευστάθιο Χινδιμπάτογλου να έρχεται στη αυλή, να παίρνει το πάπλωμα ή το στρώμα και να το ανοίγει. Με την ντεξάρα, έξαινε το βαμβάκι και το έκανε αφράτο ξανά. Και όταν τελείωνε ξαναέραβε το πάπλωμα που ήταν πλέον σαν «καινούριο». Το 1963 επεκτάθηκε στο εμπόριο επίπλων στεγάζοντας το πρώτο του κατάστημα σε διπλανά προσφυγικά σπίτια στο Φαρδύ. Οι γιοί του Αναστάσιος και Ευάγγελος συνέχισαν και επέκτειναν την επιχείρηση.
Στη Νέα Ιωνία το εμπόριο του δρόμου συνεχίστηκε μέχρι πολύ πρόσφατα σε ευρεία κλίμακα. Και το σούπερ μάρκετ άργησε να εδραιωθεί. Οικονομικές πρακτικές και ανθρώπινες σχέσεις χρόνων σε κοινωνικά σύνολα όπως αυτό της Νέας Ιωνίας ανθίσταται για αρκετά χρόνια στην έλευση του καινούργιου. Συνήθεια που πεθαίνει αργά ή ζήτημα ταξικό που συνδέεται με την αλληλοϋποστήριξη της κοινότητας;
Το πλανόδιο εμπόριο είναι ένας τρόπος να τα βγάλουν πέρα και να επιβιώσουν οι νεοφερμένοι κάθε εποχής, χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερο κεφάλαιο. Οι τωρινοί μετανάστες πουλούν χαρτομάντηλα, μπαλόνια ή γκατζετάκια από την Κίνα -από φορτιστές κινητών και ανεμιστηράκια μέχρι αναπτήρες και αρωματικά χώρου ή καθαρίζουν τα τζάμια των αυτοκινήτων στα φανάρια. Οι τρόποι και οι τόποι εργασίας τους είναι κοινοί, τα βήματά τους διασταυρώνονται με τον γαλατά, τον παπλωματά, τον παγοπώλη. Η διαφορετική πραμάτεια τους, όμως, μας αφηγείται ιστορίες για τις αλλαγές που συντελέστηκαν σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο αυτόν τον αιώνα στις πόλεις, αλλά και για την διεθνοποίηση του εμπορίου και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Αν η εικόνα του τυροπιτά με το αυτοσχέδιο ποδήλατο που ξεκινάει νωρίς το πρωί από την Δημοκρατίας για τη γύρα είναι πια σπάνια, τα μηχανάκια των ντελιβεράδων που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα επιδίδονται καθημερινά σε ένα νέου τύπου πλανόδιο εμπόριο.