Η δημιουργία της Νέας Κοκκινιάς
«Διά των ατμοπλοίων “Γένουα” και “Αμαζονία” αφίχθησαν εις Πειραιά χθες δύο χιλιάδες πρόσφυγες εκ Μικρασίας. Εκ τούτων 1.500 ήσαν εύποροι, οι δε λοιποί άποροι. Τούτους παρέλαβε το Υπουργείον Περιθάλψεως και τους διένειμεν εις διάφορα προσφυγικά οικήματα εν Πειραιεί. Διέταξε δε και την υπηρεσίαν Πειραιώς να παράσχη εις αυτούς τροφήν και ιατρικήν περίθαλψιν».
Το μονόστηλο του Εμπρός, στις 31 Αυγούστου του 1922, οριοθετούσε τη μετάβαση στη νέα περίοδο. Τον Σεπτέμβριο του 1922 έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά περισσότεροι από 40.000 πρόσφυγες. Σε αυτό, δεν αποβιβάστηκαν μόνο όσοι εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, αλλά και πλήθος προσφύγων που μετακινήθηκε προς άλλους προορισμούς. Η προσφυγική εγκατάσταση -έστω και προσωρινή- αποτέλεσε το μεγαλύτερο και το πιο άμεσο από τα προβλήματα που χρειαζόταν να επιλύσει ο κρατικός μηχανισμός μετά τον Σεπτέμβρη του 1922. Οι πρόσφυγες έπρεπε να κατανεμηθούν στην ελληνική επικράτεια, καθώς και να εξασφαλίσουν κατοικία και εργασία.
Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, γύρω από το κέντρο της πόλης δημιουργήθηκαν δεκάδες αυτοσχέδιοι οικιστικοί πυρήνες, ήδη από τις πρώτες εβδομάδες μετά την άφιξη των προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1922. Κάποιοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολόκληρες γειτονιές. Στα βόρεια όρια του Δήμου Πειραιά, στις όχθες του ρέματος Καναπιτσερή δημιουργήθηκε ένας αυτοσχέδιος οικιστικός θύλακας που γρήγορα εξελίχθηκε στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Οι αρχικές σκηνές και τα αυτοσχέδια παραπήγματα γρήγορα μετατράπηκαν σε μια ολόκληρη πόλη, πυρήνας της οποίας ήταν το κεντρικό στεγαστικό σχέδιο που εκπονήθηκε από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων και την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων.
Το ρέμα ή Σούδα, οι μετέπειτα οδοί Μπελογιάννη και Τζαβέλα σύνορο σήμερα δύο πόλεων –του Πειραιά και της Νίκαιας– ήταν για δεκαετίας το σύνορο δύο κόσμων, του αστικού και του προσφυγικού, και τα λιγοστά προσφυγικά σπίτια που έχουν διατηρηθεί θυμίζουν ακόμα -παρά τις επισκευές και τις προσθήκες- την νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η προσφυγική άφιξη καθώς και τις διαφορετικές ταχύτητες αποκατάστασης και εγκατάστασης. Τα τελευταία παραπήγματα της Σούδας γκρεμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο πλαίσιο του προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης των τελευταίων παραπηγματούχων αστών προσφύγων του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας.
Μια γέφυρα στη συμβολή των σημερινών οδών 7ης Μαρτίου, Τζαβέλα και Μπελογιάννη, στο εμπορικό κέντρο του αρχικού προσφυγικού πυρήνα, εξασφάλιζε την απρόσκοπτη διέλευση τροχοφόρων οχημάτων από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του συνοικισμού, ιδιαίτερα την περίοδο του χειμώνα όπου το νερό του ρέματος ήταν αυξημένο. Αρκετές ήταν και οι ξύλινες πεζογέφυρες κατά μήκος προσφυγικού συνοικισμού επιτρέποντας το πέρασμα κατοίκων, εργατών και επισκεπτών από την Παλαιά στη Νέα Κοκκινιά και αντίστροφα. Σήμερα, τη νοητή αυτή γέφυρα προς τον Παλαιά Κοκκινιά και τον Πειραιά περνούν καθημερινά και εκατοντάδες μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, την Αλβανία και το Πακιστάν κατευθυνόμενοι προς τις δουλειές τους, αποτυπώνοντας τις αλλαγές αλλά και τις συνέχειες στην πόλη.