Καταναγκαστικοί Εργάτες: από την Κοκκινιά στο Άουερμπαχ
Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944. Μπλόκο της Κοκκινιάς. Τα Τάγματα Ασφαλείας αποκλείουν την περιοχή της Κοκκινιάς και συγκεντρώνουν τους άντρες άνω των 15 ετών στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Μερικοί, γνωστοί στους ταγματασφαλίτες για την αντιστασιακή τους δράση, βασανίζονται και εκτελούνται επί τόπου προς παραδειγματισμό. Άλλοι στέλνονται προς εκτέλεση. Ο μεγάλος όγκος του κόσμου, χιλιάδες κοκκινιώτες, οδηγούνται στο στρατόπεδο των SS στο Χαϊδάρι.
Μετά από λίγες μέρες, και δύο μήνες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την
Ελλάδα, ξεκινά η τελευταία αποστολή Ελλήνων αιχμαλώτων-καταναγκαστικών εργατών στη Γερμανία. Από την αποστολή αυτή ένα μικρό μέρος, περίπου 130 άτομα, αποβιβάστηκαν στην περιοχή των πόλεων Μπένσχαϊμ και Άουερμπαχ στην Έσση και εργάστηκαν στη πολεμική βιομηχανία της εταιρείας Χάυμαν. Οι όμηροι του Άουερμπαχ εργάστηκαν επί 8 μήνες στην κατασκευή ενός προφυλαγμένου εργοστασίου μέσα σε ένα υπόγειο νταμάρι, μέσα στο βουνό. Δεκαπέντε τουλάχιστον έχασαν τη ζωή τους εκεί και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου του Άουερμπαχ.
Αυτή η άγνωστη ιστορία αρχίζει να ξεδιπλώνεται από μια ομάδα Ελλήνων φοιτητών το 1987 που ανακαλύπτουν μια πέτρα δίπλα στη μάντρα του νεκροταφείου του Άουερμπαχ όπου, ανάμεσα σε άλλα βρίσκονται χαραγμένα μερικά ελληνικά ονόματα. Το 1990 μια ερευνητική ομάδα στέλνει μια επιστολή στον Νίκο Μανιάτη, κοινωνικό λειτουργό που είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, ζητώντας του να βρει επιζήσαντες από το Άουερμπαχ. Κατόπιν της επιστολής ο Νίκος Μανιάτης δημοσιεύει μια ανακοίνωση σε κάποιες Αθηναϊκές εφημερίδες και σταδιακά καταφέρνει να επικοινωνήσει με κάποιους από τους επιζήσαντες. Την άνοιξη του 1991 συναντά 7 πρώην ομήρους στην πλατεία Οσίας Ξένης και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο κείμενό του "Μετά 46 χρόνια δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, παρότι οι περισσότεροι κατοικούσαν στην Κοκκινιά. Συγκινημένοι έδειχναν τον αριθμό που τους είχε χαράξει ο Ι.Σ. στο μπράτσο, αγκαλιάζονταν και διηγούνταν περιστατικά από το Άουερμπαχ."
Την άνοιξη του 1992 το Δημοτικό Συμβούλιο του Μπένσχαϊμ προσκαλεί τους όμηρους με τους συγγενείς τους να επισκεφτούν την πόλη με έξοδα του δήμου και ο Νίκος Μανιάτης τους συνοδεύει. Έκτοτε έγιναν έξι ταξίδια, το τελευταίο το Νοέμβριο του 2003 διάστημα στο οποίο πέντε από τους ομήρους είχαν πεθάνει. Στο σημείο που βρισκόταν ο ομαδικός τάφος τον οποίο ανακάλυψαν οι φοιτητές το 1987 έγινε ένα μνημείο με ευθύνη των δημοτικών αρχών.
Ο Γιώργος Μανιάτης, γιός του Νίκου, ως φοιτητής ανθρωπολογίας το 2004 κάνει μια εργασία για αυτή την ιστορία και παραχώρησε το υλικό για αυτή την στάση.
Οι προσφυγικές γειτονιές σήμερα
Οι προσφυγικές γειτονιές των αστικών προσφυγικών συνοικισμών της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων ή και των άλλων στεγαστικών προγραμμάτων που ακολούθησαν μοιάζουν μεταξύ τους. Μοιάζουν ρυμοτομικά γιατί κατασκευάστηκαν με τα ίδα η παρόμοια σχέδια, μοιάζουν γιατί τα σπίτια είναι μικρά και ο δημόσιος χώρος είναι τμήμα του σπιτιού τις περισσότερες από τις εποχές του χρόνου, μοιάζουν γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτά αναπτύσσουν σταδιακά σχέσεις μεταξύ τους και μοιράζονται κομμάτια της καθημερινότητας τους. O αρχικός προσφυγικός πυρήνας της Νέας Κοκκινιάς είναι μια τέτοια γειτονιά.
Στα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας αλλά και στο σύνολο των προσφυγικών γειτονιών αυτής της περιόδου, σήμερα συνυπάρχουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες του 20ού και του 21ού αιώνα. Στα σπίτια που φτιάχτηκαν για τους πρόσφυγες του 1922 βρήκαν καταφύγιο στα 100 χρόνια που ακολούθησαν οι νεοαφιχθέντες κάθε περιόδου: εσωτερικοί μετανάστες, μετανάστες από την Αλβανία, την Ανατολική Ευρώπη ή τον παγκόσμιο Νότο και πρόσφυγες του 2015 αναδεικνύοντας κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ανάγκες που έχουν οι μετακινούμενοι κάθε περιόδου. Η συνύπαρξη –άλλοτε εύκολη και άλλοτε δυσκολότερη– των ενηλίκων και το κοινό παιχνίδι των παιδιών στις αυλές αποτυπώνει τη συνέχεια της ζωής στο χώρο, παρά τις δυσκολίες. Τα σπίτια των πρώτων προσφύγων συνεχίζουν να φιλοξενούν τα όνειρα και τις προσδοκίες των νεοφερμένων –κάθε φορά– στην γειτονιά.
Συνήθως επιχειρούμε να δούμε τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας αλλά και συνολικότερα τους οικισμούς εκείνης της περιόδου με ένα βλέμμα που είναι στραμμένο στο παρελθόν και όχι στο παρόν. Στεκόμαστε στη σημασία και την αξία τους, κοινωνική, πολεοδομική και οικονομική πριν 100 χρόνια αλλά αδιαφορούμε για τον έναν αιώνα που έχει εν τω μεταξύ μεσολαβήσει, τη πληθυσμιακή τους σύνθεση που έχει αλλάξει και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι τους σήμερα, ζώντας σε σπίτια ιδιαίτερα παλιά και με πολλά κατασκευαστικά προβλήματα. O αρχικός προσφυγικός πυρήνας της Νέας Κοκκινιάς αποτελείται ακόμα και σήμερα από σπίτια και αυλές γεμάτα ζωή και ιστορίες μετακίνησης μέσα σε έναν αιώνα που σημαδεύτηκε από τις πολλαπλές μετακινήσεις των ανθρώπων. Σπίτια και αυλές που στέγασαν και στεγάζουν όνειρα και προσδοκίες των νεοφερμένων κάθε περιόδου. Τα σπίτια της Νίκαιας κρύβουν μέσα τους την ιστορία της μετακίνησης του 20ού αιώνα.