Γειτονιά, νοιάξιμο, αλληλεγγύη
«έζησα όμορφες στιγμές κοντά στη γιαγιά μου. Γλυκές στιγμές. Και έζησα και το νοιάξιμο των ανθρώπων, πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι, με τα σπίτια αυτά που ήταν σχεδόν το ένα μέσα στο άλλο…πόσο κοντά ήταν και με τις παραξενιές τους, δεν ήταν εύκολοι άνθρωποι. Άνθρωποι ήταν και αυτοί. Και τα στραβά τους έχουνε, και λίγο το κουτσομπολιό και λίγο το από μπροστά έτσι και από πίσω αλλιώς, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν αγαπημένοι και νοιάζονταν ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, δεν θα αρρώστε ένας δίπλα και θα κλείνανε την πόρτα».
Η ιστορία της προσφυγικής γειτονιά της Νέας Ιωνίας δεν είναι η ιστορία των κτιρίων ή των δρόμων, δεν είναι τα τετράγωνα, τα τσιμεντένια, τα Τζαμαλιώτικα ή η Ευαγγελίστρια. Η ιστορία του συνοικισμού είναι οι πολλαπλές ιστορίες των ανθρώπων που τον κατοίκησαν, οι δυσκολίες αλλά και οι χαρές, το κουτσομπολιό και το νοιάξιμο, ο μόχθος και η αλληλεγγύη.
«όταν ήρθαν φέραν τα εικονίσματα από τη Μικρά Ασία. Υπάρχει ένα μικρό εικονισματάκι [..] αυτό το εικονισματάκι, υποτίθεται, πώς είχε κάποιες θαυματουργικές ιδιότητες. Είναι η Αγία Τριάδα. Αυτό το εικονισματάκι, όποιος είχε δύσκολο δικαστήριο, το έπαιρνε μαζί του - το είχε στην τσάντα του στο δικαστήριο, όποιος έκανε εγχείρηση το είχε μαζί του. [..] από πίσω από το εικονισματάκι λείπει ξύλο [..] αυτό το εικονισματάκι, δεν ήταν μόνο της γιαγιάς μου, ήταν όλου του συνοικισμού. Στη Μικρά Ασία ήταν έλληνες και όταν ήρθαν εδώ ήταν Τούρκοι. “Τουρκόσποροι” του έλεγαν».
Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους, μεταξύ άλλων, και τα εικονίσματα από τα σπίτια που άφησαν πίσω. Τα εικονίσματα αυτά δεν είχαν μόνο διακοσμητικό ή συμβολικό χαρακτήρα, αλλά, όπως αναδεικνύεται από την αφήγηση της Κυριακής, έγιναν χρηστικά αντικείμενα. Αντικείμενα που έδιναν ελπίδα και κουράγιο στις δυσκολίες της ζωής των προσφύγων, που συμβόλιζαν όχι μόνο την πίστη στο Θεό, αλλά και την αλληλεγγύη και το νοιάξιμο μεταξύ των κατοίκων του συνοικισμού. Όπως χαρακτηριστικά λέει η Κυριακή, το εικόνισμα δεν ήταν της γιαγιάς της, ήταν όλου του συνοικισμού.
«αυτή τη στιγμή δεν έχει καμία σχέση ο δρόμος, όπως είναι τώρα, με τον δρόμο εκείνο. Οι ίδιοι κάτοικοι, αυτοί που έμεναν παλιά, είναι η κυρία απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς μου, η κυρία Ελπίδα, η κυρία που μένει δίπλα - η κυρία Ζωή [...] όλα τ’ άλλα σπιτάκια έχουν αλλάξει χέρια. [...] Έχουν έρθει άλλοι, τώρα ποιοι είναι οι άλλοι δεν γνωρίζω, είναι κάποιοι Ρομά, είναι κάποιοι οι οποίοι είναι μετανάστες…σιγά σιγά τα σπιτάκια εγκαταλείφθηκαν. [..] Αυτούς τους ανθρώπους εμείς τους βάλαμε μέσα στο συνοικισμό, δεν μπορείς να τους βγάλεις απέξω».
Η Κυριακή περιγράφει τις αλλαγές στο συνοικισμό τις τελευταίες δεκαετίες. Περιγράφει τον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας σαν έναν τόπο που αλλάζει αλλά φαίνεται να έχει και ένα σταθερό χαρακτηριστικό: από την πρώτη περίοδο της κατασκευής του και μέχρι σήμερα, συνεχίζει να στεγάζει τους φτωχούς και τους νεοφερμένους των διαφορετικών περιόδων.