Τα απομεινάρια του προσφυγικού σπιτιού της Δέσποινας Μουστάνη
Η γνωριμία της οικογένειας με ένα ναύτη του Βασιλικού Ναυτικού, με καταγωγή από το Καραμπάσι (Άγιος Βλάσιος) του Πηλίου, στάθηκε καίρια. Ύστερα από μικρή παραμονή στη Μυτιλήνη, η Δέσποινα Μουστάνη, αναζητώντας το μοναδικό γνωστό που είχε, έφτασε το καλοκαίρι του 1924 στο Βόλο και από εκεί κατευθύνθηκε στο Καραμπάσι. Εργάστηκε ως υπηρέτρια στο σπίτι του γιατρού του χωριού. Οι πέντε κόρες της κεντούσαν και έπλεκαν επί παραγγελία, ενώ ο μικρότερος γιος ο Γιώργος, δώδεκα ετών, εργαζόταν στα χωράφια.
Ένα χρόνο μετά την άφιξή της, συμπληρώνει τη δήλωση εκκαθάρισης προς τη Μεικτή Επιτροπή επί της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών, καταγράφοντας την ακίνητη και κινητή της περιουσία στο Αϊβαλί. Την υπολόγισε, σύμφωνα με την εκτίμησή της, σε 1.440 λίρες, ποσό που κρίθηκε υπερβολικό από την Εκτιμητική Επιτροπή, η οποία της επιδίκασε, λίγους μήνες αργότερα, το ποσό των 817 λιρών. Η ίδια φαίνεται πως έλαβε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τριάντα ομολογίες, που της επέτρεψαν να εγκατασταθεί στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας.
Νέα κατοικία της από το 1927 θα είναι το Τετράγωνο Δ, αρ. 4, στην οδό Μακεδονίας, δίπλα από την Ευαγγελίστρια. Κοντά της παρέμεινε ο Γιώργος που εργάστηκε ως κτίστης και με τη δική του οικογένεια εγκαταστάθηκε στο ίδιο προσφυγικό Τετράγωνο. Η Δέσποινα Μουστάνη είχε την τύχη να ζήσει πολλά χρόνια και να γνωρίσει δισέγγονα. Πέθανε το 1972 σε ηλικία 92 ετών. Στο Αϊβαλί δεν θέλησε να ξαναπάει ποτέ.
Ο εγγονός της, ο Ευάγγελος Μουστάνης, στο παρακάτω απόσπασμα, στέκεται έξω από το μικρό, ισόγειο και ερειπωμένο πια σπίτι της γιαγιάς του. Μας αφηγείται πώς ήταν το σπίτι όπου έζησε μέχρι να τελειώσει το δημοτικό, αλλά και τις ιστορίες των γειτόνων που ζούσαν στα διπλανά σπίτια. Σαν οι ιστορίες των διαφορετικών οικογενειών να διασταυρώνονται σε αυτά τα σπιτάκια που ήταν «το ένα μέσα στο άλλο», όπως περιέγραφε, δύο στάσεις πριν, η Κυριακή Μόσχου.