(Σ)τα βήματα των ανθρώπων – εφήμερη έκθεση στον Βόλο
Το ερευνητικό έργο 100memories παρουσίασε, από τις 26 Οκτωβρίου έως τις 5 Νοεμβρίου 2022, στους κατοίκους και επισκέπτες της πόλης του Βόλου την εφήμερη έκθεση με τίτλο: «(Σ)τα βήματα των ανθρώπων» στο υποδηματοποιείο του Δαμιανού Παυλιόγλου.
Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας (επιτόπια έρευνα) εντοπίστηκε στη γειτονιά της Ιωλκού του Βόλου. Στην περιοχή δημιουργήθηκε ένας από τους πρώτους αυτοσχέδιους, προσωρινούς οικισμούς με τον ερχομό των προσφύγων. Στις 17 Ιουνίου 1921 το αγγλικό ατμόπλοιο «Relchers» έφτασε στο λιμάνι του Βόλου μεταφέροντας 3.500 πρόσφυγες από τη Νικομήδεια. Είχαν προηγηθεί οι αφίξεις των ατμόπλοιων «Πόλις της Τουλόν» με 2.000 πρόσφυγες και του «Ευάγγελος» με 1.800 πρόσφυγες από τη Γιάλοβα. Οι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στο βόρειο τμήμα της πόλης, στην οδό Ιωλκού όπου στεγάστηκαν σε αυτοσχέδιες ξύλι
νες και τσίγκινες παράγκες. Δύο χρόνια αργότερα στην ίδια περιοχή εγκαταστάθηκαν ανταλλάξιμοι πρόσφυγες της Συνθήκης της Λοζάνης διευρύνοντας τον προσφυγικό συνοικισμό Ιωλκού. Το 1935 στον συνοικισμό ζούσαν περίπου 2.500 κάτοικοι. Η στεγαστική αποκατάσταση στην Ιωλκό εξελίχθηκε σε ένα περίπλοκο και μακροχρόνιο ζήτημα, όπως συνέβη συνολικότερα με την αστική προσφυγική αποκατάσταση. Σταδιακές απαλλοτριώσεις, παραχωρήσεις οικοπέδων και δάνεια για αυτοστέγαση αποτέλεσαν τις κυριότερες διαδικασίες για τον μετασχηματισμό του συνοικισμού. Για δύο σχεδόν δεκαετίες τα αυτοσχέδια σπίτια των προσφύγων συνυπήρχαν με τα νεόκτιστα, όπως και τα προβλήματα με την ελπίδα για καλύτερες συνθήκες ζωής. Η Ιωλκός βρίσκεται στο περιθώριο της προσφυγικής ιστορίας του Βόλου, καθώς η δημιουργία της Νέας Ιωνία αποτελεί το βασικό ιστοριογραφικό παράδειγμα. Η ερευνητική ομάδα αποφάσισε να δώσει έμφαση στην περιοχή μέσα από την εφήμερη έκθεσή της εκεί, αφού παράλληλα η διαδρομή που σχεδίασε αφορούσε την περιοχή της Νέας Ιωνίας. Έτσι εντοπίστηκε το τσαγκάρικο του Δαμιανού Παυλιόγλου.
Ο Δαμιανός Παυλιόγλου γεννήθηκε στον Βόλο το 1931. Οι γονείς του, Πρόδρομος και Κυριακούλα, ήρθαν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας το 1924 με τους ανταλλάξιμους πρόσφυγες της Συνθήκης της Λοζάνης. Ο Δαμιανός πάει σχολείο μέχρι και τη δευτέρα δημοτικού και όταν είναι περίπου 10 χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του ΄40, βγαίνει στο μεροκάματο ως λούστρος με ένα κασελάκι. Όταν λίγο μεγαλώνει, η μητέρα του τον στέλνει να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη σ’ έναν καλό τεχνίτη που είχε έρθει και αυτός από τη Μ. Ασία, τον Καραβασίλη. Αλλάζει πολλά μαγαζιά, υπαίθρια, καλυβάκια, πάγκους σε παζάρια και έρχεται στο μαγαζάκι που εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Σε αυτό το χώρο αποφασίστηκε να γίνει η έκθεση. Ένα κλειστό τσαγκάρικο, σχεδόν αόρατο στην πόλη θα αποτελούσε το χώρο αφήγησης.
Υπήρχε και ένας ακόμα λόγος που συνετέλεσε σε αυτό. Η ιστορία των προσφύγων του Βόλου είναι συνυφασμένη με τη βιομηχανία. Στα μεγάλα εργοστάσια οι πρόσφυγες βρήκαν δουλειά, ενώ ταυτόχρονα η εργασία τους έχτισε τον Βόλο ως ένα σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η ιστορία, όμως, των προσφύγων ως βιομηχανικών εργατών/ριων, παραβλέπει άλλες εμπειρίες εργασίας: πιο κατακερματισμένες, πιο επισφαλής, πιο διάχυτες στον χώρο, αλλά ταυτόχρονα εξίσου σημαντικές τόσο για την επιβίωση των προσφύγων όσο και για τις μεταλλάξεις του αστικού ιστού. Οι πλανόδιοι, οι ράφτρες, οι μικροπωλητές, οι οικιακές εργάτριες, τα μικρά μαγαζάκια συνθέτουν μια ακόμα, αγνοημένη, αλλά όχι λιγότερο σημαντική πτυχή της προσφυγικής και της αστικής ιστορίας. Το τσαγκαράδικο του Δαμιανού Παυλιόγλου, είναι ένα ίχνος αυτής της πτυχής της προσφυγικής και αστικής εμπειρίας.
Σε αυτούς τους μικρούς, «ασήμαντους» χώρους της καθημερινότητας καθρεφτίζονται οι μεγάλες και «σημαντικές» ιστορίες των ξεριζωμών, των πολέμων, των πολιτικών συγκρούσεων των οικονομικών καταστροφών. Καθρεφτίζονται όμως παράλληλα και οι ιστορίες του μόχθου, της ελπίδας και του αγώνα για επιβίωση. Σε μια ανάγνωση που εκκινεί από τους χώρους της καθημερινής ζωής, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες νοηματοδοτούνται ως δρώντα υποκείμενα που μέσα από ατομικές και συλλογικές πρακτικές επιχειρούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους – και κατά συνέπεια τις (νέες) πόλεις που κατοικούν. Ο ίδιος ο χώρος αποτελεί «μουσείο» του εαυτού. Το τσαγκάρικο αποτελεί προέκταση της προσφυγικής κατοικίας που πήρε η οικογένεια για την αποκατάστασή της.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης πραγματοποιήθηκαν στο χώρο μαθήματα του τμήματος Αρχιτεκτονικής, Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, καθώς και του τμήματος Πολιτισμού και Δημιουργικών Βιομηχανιών του Βόλου σημειώνοντας τη σημασία του σχεδιασμού. Παράλληλα, πέρα από το μεγάλο αριθμό επισκεπτών έγιναν ξεναγήσεις σε σχολεία. Τα παπούτσια που έφτιαχνε ο Δαμιανός διασταυρώθηκαν με τις ιστορίες των προσφύγων και μεταναστών και τη σύγχρονη μετακίνηση.